- έρανος
- οενέργεια με στόχο τη συγκέντρωση χρημάτων, ενδυμάτων, τροφίμων κτλ. για φιλανθρωπικό σκοπό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἔρανος — meal to which each contributed his share masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρανος — ο (AM ἔρανος) μσν. νεοελλ. συγκέντρωση συνεισφορών σε είδος ή χρήμα για κοινωφελή ή φιλανθρωπικό σκοπό αρχ. 1. συμπόσιο με κοινή συνεισφορά τών συνδαιτημόνων 2. δείπνο, συμπόσιο, γιορτή 3. ποσό για υποστήριξη κάποιου, φιλικό δάνειο 4. άτοκο… … Dictionary of Greek
ἐράνοις — ἔρανος meal to which each contributed his share masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐράνου — ἔρανος meal to which each contributed his share masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐράνους — ἔρανος meal to which each contributed his share masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐράνων — ἔρανος meal to which each contributed his share masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐράνως — ἔρανος meal to which each contributed his share masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐράνῳ — ἔρανος meal to which each contributed his share masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔρανε — ἔρανος meal to which each contributed his share masc voc sg ἔρᾱνε , ῥαίνω sprinkle aor ind act 3rd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔρανοι — ἔρανος meal to which each contributed his share masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)